Η μεταπολεμική ποίηση και η γενιά που την εκ- φράζει διακρίνεται από τους ειδικούς σε ποίηση τριών κατηγοριών που ωστόσο δεν διαχωρίζονται διακριτά, αλλά οι εκπρόσωποί τους λειτουργούν όπως ακριβώς το υλικό στα συγκοινωνούντα δο- χεία. Γι’ αυτό και η κατηγοριοποίησή τους δεν είναι αναμφισβήτητη ούτε επιχειρείται με βεβαιότητα, ίσως επειδή οι δημιουργοί της δεν ακολούθησαν οργανωμένα και συστηματικά μια συγκεκριμένη στάση – πώς θα μπορούσε άλλωστε αυτό να επι- τευχθεί εύκολα στη λογοτεχνική δημιουργία – αλλά οδηγήθηκαν μάλλον νομοτελειακά προς τρεις κατευθύνσεις
- στην αντιστασιακή /ιδεολογική ποίηση
- στην νεοϋπερρεαλιστική ποίηση
- στην υπαρξιακή ή μεταφυσική ποίηση
Η Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Πεντζίκη – Αργυριά- δου το πραγματικό της όνομα, αδελφή του γνωστού λογοτέχνη Ν.Γ. Πεντζίκη) εμφανίζεται στα γράμμα- τα στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η πρώτη δημο- σίευση έργου της γίνεται το 1935, στο περιοδικό Το 3ο μάτι. Πρόκειται για ένα πεζό με τίτλο Δια- θέσεις, ενώ λίγο αργότερα, το 1937, δημοσίευσε το πρώτο της ποίημα με τίτλο Φερτεπουρσικρί. Η εμφάνισή της σηματοδοτεί μια εποχή αιχμηρής παρουσίας της γυναικείας ποιητικής φωνής. Σε μια περίοδο που καταγράφονται ισχυροί προβλη- ματισμοί σχετικά με το μέλλον του κόσμου, το οποίο δεν προδιαγράφεται ευοίωνο – τα σύννεφα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι πολύ έντονα και σκιάζουν τις λογοτεχνικές αναζητήσεις – εμφα- νίζεται μια ισχυρή λογοτεχνική παρουσία που συμπληρώνει γόνιμα το λογοτεχνικό τοπίο της εποχής, η οποία με τη στιβαρότητα του λόγου της θα αφήσει ολοκάθαρο το αποτύπωμά της.
Σε ένα περιβάλλον πανεθνικής αγωνίας, παγκόσμιας αμφισβήτησης και καθολικού προβληματισμού, στο πλαίσιο των ευρύτερων αναταράξεων της εποχής, η ποιητική της πένα στρέφεται σε ζητήματα διαχρονικά που μπορεί να εμποτίζονται από τις καθημερινές περιπέτειες – ατομικές και συλλογικές – αλλά δεν περιορίζονται σε αυτές. Αντίθετα τις ανάγουν σε πάγια ζητήματα της φιλοσοφικής και λογοτεχνικής αναζήτησης.
Η ποίησή της αποδίδει την αφομοίωση και τον ενστερνισμό των βασικών αρχών της υπαρξιστικής φιλοσοφικής θεώρησης του κόσμου. Με τη γραφή της διαπιστώνει οριστικά και τελεσίδικα τις αναπόδραστες αντιθέσεις της ύπαρξης, τις ανιχνεύει και τις καταγράφει. Ταλαντεύεται ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στο άσπρο και το μαύρο κι η αμφιβολία της μετουσιώνεται σε απαρχή γόνιμων αναζητήσεων.
Τα δίπολα ζωή – θάνατος, φως και σκοτάδι, ακμή και φθορά διατρέχουν τους στίχους της, μια και συνδέει οργανικά τις παραμέτρους της δεδομένης πραγματικότητας.
Ίσως να είναι μία από τις αντιπροσωπευτικότερες επιλογές της το ποίημα με τίτλο Υπαρκτικά ΙV, από τη συλλογή Υπαρκτικά.
Τόσο είναι το πάθος μου της ζωής που θα μπορούσα να πεθάνω.
Τόσο ζω που καταλαβαίνω πόσο πεθαίνω.
Τόση είναι η ζωή μου που με πεθαίνει.
Οι αντιθέσεις τη συναρπάζουν, παρασύροντάς την σε ένα παιχνίδι εναλλασσόμενων νοημάτων και εικόνων. Η φύση συμμετέχει σε αυτό το παιχνίδι, της παραδίδει το υλικό που χρειάζεται, αυτό που ταιριάζει στα άλματα της έμπνευσής της και η ίδια το μετουσιώνει σε φαντασιακά εκρηκτικές εικόνες:
Στο μέτωπο αχτίδα μελαγχολίας το φεγγάρι και στο σώμα, ακόμα,
η φλόγα του ήλιου που βασιλεύει
εσπέρα, η δύναμή σου διπλόηχη μουσική του λυκόφωτος κι η σιωπή που προχωρεί είναι βαρειά απ’ τη τη συγκομιδή
όλων των ήχων που φώναξε
η ξακουστή μέρα με τα ηχηρά λόγια, το άφθονο φως.
Της δύσης.
Παράλληλα ανακαλεί εικόνες από το παρελθόν και ανάγει τις καθημερινές εμπειρίες της στη μνήμη, από όπου και ανασύρει όσα αποτελούν ισχυρά βιωμένη πραγματικότητα. Εξάλλου το περίγραμμα της προσωπικής και της οικογενειακής της ζωής είναι μεστό ουσιαστικών μηνυμάτων που τροφοδοτούν τη ζωογόνα φαντασία της και κινητοποιούν δυναμικά την έμπνευσή της.]
Αρρώστια
Όλο τους πεθαμένους σκέφτομαι αυτές τις μέρες.
Πλούσια ’πό θάνατο η μνήμη μου τους φέρνει εμπρός μου ζωντανούς. Μιλούνε ορισμένα από τα λόγια τους:
-«ένα πουκάμισο χρώμα σαν το καΐσι».
(Από τη συλλογή Η Εποχή του θανάτου)
Η Ζωή Καρέλλη λατρεύει την ύλη. Ανάγει τα πολύτιμα υλικά σε σύμβολα, τα συλλαμβάνει ως κιβωτό που διασώζει και προστατεύει το πάθος, τον ζήλο, τον έρωτα για τη ζωή. Διαπλέκει τον χώρο με τον χρόνο.
Γράφει χαρακτηριστικά:
Εργάτης στα εργαστήρια του χρόνου
Kαθώς εργάζονταν το σχήμα, εργάτης σε υαλουργείο, κατάλαβε πολύ καλά τον έρωτα για την ύλη,
όπου φυσούσε την πνοή του.
Kάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι, φίλντισι, πολύτιμο ελεφαντοκόκκαλο
ή οπάλι με χρώματα ομίχλης προς το κυανό.
Όλ’ αυτά ύλη, που γινόταν σχήμα, σχήμα ερωτικό, για ό,τι υπάρχει μέσ’ στο χρόνο.
Tο σχήμα, δοχείο του χρόνου, ερωτικό τον περιέβαλε, προσφορά στο χρόνο, προσδοκία και δέξιμο μαζύ,
αγκάλιασμα στου χρόνου τη μορφή, το σχήμα που σχημάτιζε ειδικό, δικής του σημασίας,
δική του φαντασία.
Όμως καθώς το σχήμα έψαυε
τελειωμένο, ύστερα, το υλικό του χέρι, κατάλαβε του χρόνου την υλικότητα.
καθώς το χέρι το δικό του και το σχήμα μαζύ,
και το πολύτιμο ερωτικό υλικό γινόταν διάφανη έννοια του χρόνου. Όλα μαζύ.
Iδίως ο εαυτός του.
Πολλοί μελετητές εντοπίζουν ομοιότητες ανάμεσα στην ποίηση της Ζωής Καρέλλη και του Τόμας Έλιοτ, του οποίου μετέφρασε αρκετά έργα. Αναπόφευκτα λοιπόν ζει και αναπτύσσεται στο ποιητικό του περιβάλλον το οποίο, ως φαίνεται, δεν το επιλέγει τυχαία.
Η Ζωή Καρέλλη εμπνέεται και εκείνη, όπως και ο Έλιοτ από το αίσθημα της φθοράς του κόσμου και την αντικατοπτρίζει στο εγώ της, στον ατομικό της χώρο, σε αυτόν που προσδιορίζει το πρόσωπο, τη μονάδα, ιδωμένη από τη σκοπιά της μοναδικότητας και της ιδιαιτερότητας της ύπαρξης. Ενσωματώνει την καθολική αγωνία στην ατομική και μεταστρέφει το ενδιαφέρον από το σύνολο στο άτομο που βιώνει την παρακμή και προσπαθεί να αμυνθεί, να αντιδράσει. Η Ζωή Καρέλλη δεν αγνοεί το συλλογικό, το αντιμετωπίζει όμως ως εποικοδόμημα, ως δημιουργικό και εν δυνάμει όλο.
Το ποιητικό υποκείμενό της απρόσωπο, αόριστο, διατηρεί με τη μοναχική ατομικότητά του μια θαυμαστή σχέση επικοινωνίας, μετέχει στην απομόνωση, βιώνοντάς την ως έκφραση απόλυτης προσωπικής ανάτασης. Παράλληλα ζει μέσα από τους άλλους, δεν μπορεί να φανταστεί την ύπαρξή του χωρίς αυτούς.
Απορία,IV
[…]
Αν δεν γνωρίσεις την ύπαρξή μου, δεν υπάρχω.
Μετάλαβα την μοναξιά
και με παιδεύει η αγάπη για τους ανθρώπους.
Σ’ εκείνους προχωρώ
και αποκλείνομαι που δε με βλέπουν να προσφέρω την πάσαν υποταγή.
Δε βρίσκω τον ορισμό που λύνει την απομόνωση.
(Από τη συλλογή Πορεία)
Αντίστοιχα στο έργο της Ζωής Καρέλλη ανιχνεύονται καβαφικές επιρροές που διαπιστώνονται ως οι κατεξοχήν υπαρξιστικές καταβολές. Στα ποιήματά της παρατηρείται ροπή προς τον εσωτερικό, τον προσωπικό βίο, τη βαθύτερη μελέτη, την αναζήτηση της ύπαρξης. Στην Καρέλλη το σώμα αποκτά υπόσταση, η ποιήτρια αισθητοποιεί σε πράγματα τις αφηρημένες έννοιες, κάνοντας βαθειά εξομολόγηση. Έχει την ψυχή της ακέραια, ζει, αναπνέει, υπάρχει μέσα από τις λέξεις.
Πόθοι
Πόθοι νεανικοί,
σαν πολύ ωραίοι, νεανικοί εραστές, με άψογη την αγνότητα της ορμής,
μ’ απαράμιλλη περηφάνεια κι ευγένεια.
Έσβησαν.
Όπως για κάποιους νέους λεν, πως ο θεός τούς αγάπησε
και νέοι πεθάναν.
Ίσως να εξαφανίστηκαν δίχως επιστροφή, κάποιαν ωραία βραδιά,
με πλήρες φως, μελιχρό, της σελήνης.
H εκδοχή, πως ανίερα χέρια
τους έπνιξαν σε άνομα πάνω κρεβάτια, σε δωμάτια για φτηνή ηδονή,
– ας την αποτρέψουμε,
τούτη την αποτρόπαια σκέψη.
Tα φαντάσματα που ξανάρχονται ανήσυχα των πόθων, πανέμορφα, τραγικά πρόσωπα, ομολογούν κάποιο έγκλημα,
εν τούτοις.
Εκ των πραγμάτων η θεματική του Καβάφη επη- ρεάζει και διαμορφώνει την ποιητική θεματική της Ζωής Καρέλλη. Η δύναμη της ζωής και του έρωτα συνυπάρχει αρμονικά με το αναπότρεπτο του τέλους που άλλοτε έρχεται ως τιμωρία, για τις εκτός κοινωνικών στερεοτύπων επιλογές, και άλλοτε ως φυσική απόληξη της ύπαρξης. Η αγωνία των γηρατειών και του επερχόμενου θανάτου και η φθορά του σώματος και της ψυχής, αλλά κυρί- ως το αίσθημα της αδυναμίας αντίστασης στην κλιμακούμενη παρακμή είναι ενταγμένα σε μια απολογιστική θεώρηση της ζωής που διαπνέει το έργο της.
Σε άτιτλο ποίημα από τη συλλογή Ημερολόγιο γράφει:
Τώρα
είναι παραδομένος στη γεροντική μελαγχολία
[…]
μα πιο πολύ, καθώς τα λέει ο ποιητής, γιατί «τον ξεγέλασε η ζωή του»
και δεν την είχε ευφρανθεί.
Η πένα της Καρέλλη, αν και αιχμηρή, δεν θα έλεγε ποτέ κανείς ότι καταγράφει ποίηση άρνησης, αντίδρασης και απόρριψης, δεν αποτελεί φωνή επίκρισης προς τα δρώμενα, προσωπικά και κοινωνικά, ούτε δήλωση παραίτησης. Δεν αφήνει κα- νένα περιθώριο απόδοσης αποτυχίας ή υποψία βιωμένης απογοήτευσης. Αντίθετα αντιπροσωπεύει την κατάφαση, την αποδοχή της πρόκλησης για ζωή, για δράση, για δημιουργία. Ως γνήσια εκπρόσωπος του υπαρξισμού αναρωτιέται, προβληματίζεται αλλά τελικά το διαισθάνεται ότι θα απαντήσει σε πολλά από τα ερωτήματά της, και φυσικά εκ των πραγμάτων δίνει διέξοδο στις ανησυχίες της, δαμάζει τους φόβους της και για αυτό τελικά έχει πρόταση για τη ζωή ενώ διεκδικεί μαχητικά την υλοποίηση των σχεδιασμών της.

Δεν είναι ανασφαλής για τις επιλογές της, μια και οι εμπειρικές της επισημάνσεις είναι συνάρτηση της παρατήρησης και της διεισδυτικής ματιάς της πάνω στα πράγματα, γεγονός που της επιτρέπει να εκφράζεται με σταθερότητα και σιγουριά.
Η Ζωή Καρέλλη ζει και δημιουργεί έντονα. Η γραφή της δεν αποδίδει την εικόνα της ρομαντικής έφηβης ή της αισθαντικής ενήλικης της εποχής, που οραματίζεται μέσα από τους στίχους της έναν κόσμο εξιδανικευμένο, γεμάτο από ευγενικά αισθήματα και ονειροπόλες αναζητήσεις. Η γυναικεία φύση της συνταιριάζει πετυχημένα και συναντιέται – υπό το βάρος μιας αδιευκρίνιστης αλλά παράλληλα ευτυχούς συγκυρίας – με αυτό που κάποιος εύκολα θα χαρακτήριζε ανδρική οπτική σε έναν κόσμο που από τη διαμόρφωσή του δεν επιφύλασσε την κατάλληλη θέση για τη γυναίκα – υποκείμενο της ζωής και της τέχνης. Εκείνη όμως με τη διεκδικητική προσωπικότητά της απαιτεί όσα η κοινωνική πραγματικότητα της εποχής φαίνεται διατεθειμένη να της στερήσει, ήρεμα, διακριτικά και ύπουλα, με το πρόσχημα της ανέμελης προσαρμογής.
Έφη Ριζά
Πρώτη δημοσίευση, περ. Κλεψύδρα, τεύχ. 10