Είναι δύσκολο να γράψει κανείς για την ίδια τη ζωή του. Πολύ δύσκολο. Λέγοντας “για τη ζωή του” δεν εννοούμε αυτό που η μυθοπλασία υπαγορεύει ότι είναι η ζωή, δηλαδή οι τραγωδίες, η έκσταση, οι φιλοδοξίες, τα συναρπαστικά γεγονότα, οι εντάσεις. Με τον όρο εννοείται η πραγματική ζωή, η πιο βαθιά, η πιο κατάδική του, του κάθε ανθρώπου. Η ζωή που δεν συνίσταται σε και που δεν περιγράφεται με γεγονότα τα οποία έχουν αρχή, μέση και τέλος – η ζωή που “περιορίζεται”, (ή μήπως απλώνεται απεριόριστα;) αποκλειστικά και μόνο στον χώρο και τον χρόνο που καταλαμβάνει, στις σκέψεις και στα νιωσίματά της. Ίσως αυτή η δυσκολία να οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος που γράφει επιθυμεί να αφηγηθεί μια εξέλιξη και την περαίωσή της. Θέλει να γράψει τι έγινε, πού ήταν και πού πήγε στη συγκεκριμένη ιστορία. Αυτό, άλλωστε, δεν επιθυμούν και οι αναγνώστες; Ιστορίες με μια μεγάλη, σημαντική αλλαγή; Με τόξο μεταμόρφωσης; Με εξέλιξη;

Όχι, δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς για τα “απλά συστατικά δεδομένα” της ζωής. Που βέ- βαια, στην πραγματικότητα του βίου, μόνο απλά δεν είναι. Απλά είναι μόνο για τη μυθοπλασία και για την αφήγηση που τα βλέπει ως τέτοια. Αλλά, αναρωτιέται κανείς, είναι αλήθεια ποτέ απλή η ασθένεια; Η επίγνωση ότι θα πεθάνεις; Η στέρηση της ελευθερίας εξαιτίας πολιτικών πεποιθήσεων; Η διάψευση των προσδοκιών σου και των αγώνων σου για έναν καλύτερο κόσμο; Είναι όλα αυτά ανάξια αφήγησης, επειδή συμβαίνουν εκτός του πλαισίου μιας αφήγησης, χωρίς δηλαδή τις δραματοποιήσεις της, το αφηγηματικό μοντάζ, τη χρήση ύφους – στοιχεία που όλα τα καλλωπίζουν. Είναι ανάξια αφήγησης επειδή συμβαίνουν στην πραγματική ζωή;

Υπάρχει ένας άνθρωπος ο οποίος έζησε όλα αυτά τα γεγονότα. Είναι ο Μάριος Χάκκας. Έζησε αυτά αλλά και πολύ περισσότερα. Στα 19 του πήγε εθελοντής στη Γυάρο, να συνδράμει τους εξόριστους, στο σκληρό νησί, αριστερούς. Στα 21 του, λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, στερήθηκε από το κράτος μια αναγκαία θέση εργασίας την οποία είχε διεκδικήσει και κερδίσει. Στα 23 του φυλακίστηκε, για τέσσερα χρόνια… τέσσερα χρόνια, το είκοσι τοις εκατό της ως τότε παρουσίας του στη Γη. Τέσσερα χρόνια. Στη συνέχεια, υπηρέτησε τη θητεία του, εξέδωσε με δικά του έξοδα μια ποιητική συλλογή, συνέχισε να γράφει, να γράφει, να γράφει, συνέχισε να συμμετέχει, παρά το κόστος, στα κοινά και ερωτευόταν. Κατόπιν παντρεύτηκε και άρχισε να σκαρώνει διηγήματα, ωραία διηγήματα, σπάνια διηγήματα, πρωτοποριακά, ακόμα και για σήμερα, διηγήματα. Και όταν, πια, είχε μπει στον ωραίο δρόμο της συντροφικότητας με τη σύζυγό του, της με κεκτημένη ταχύτητα δημιουργίας… εμφανίστηκε η αρρώστια που, λίγα χρόνια αργότερα, τον επέρασε στην άλλη όχθη της ύπαρξης (ή της μη ύπαρξης) στα σαράντα ένα του χρόνια, στις 5 Ιουλίου 1971.

Η παρουσία του Χάκκα στα ελληνικά γράμματα έχει παραδοξότητες. Υπέροχες και ελπιδοφόρες. Ειρωνικές. Πέθανε μόλις 5-6 χρόνια από τη στιγμή που άρχισε να γράφει συστηματικά και όμως το να ισχυριστείς πως τα γραπτά του είναι πρωτόλεια απέχει όσο τίποτε άλλο από την αλήθεια. Μάλι- στα, δεν μπορεί κανείς παρά να αισθανθεί μεγάλη πίκρα για την “άπονη ζωή” όταν αναλογιστεί την εύλογη ερώτηση «αν αυτός ο άνθρωπος έγραψε έτσι με πέντε χρόνια εργασίας, τι θα πρόσφερε αν ζούσε μέχρι τα 80, τα 90;» Να ακόμη μια παραδοξότητα: 45 χρόνια μετά τον θάνατό του, το ελληνικό διαδίκτυο είναι γεμάτο από την παρουσία του Χάκκα – κάποια από τα κείμενα σχετικά με αυτόν είναι από τα πιο απολαυστικά που έχουν γραφτεί ποτέ για Έλληνα συγγραφέα και μάλιστα από ανθρώπους που γεννήθηκαν 10, 15, 20 χρόνια μετά την απώλειά του.

Έχουμε και άλλα: Συγγραφείς σαν τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη χρησιμοποιούν φράσεις του Χάκκα ως προμετωπίδες στα μυθιστορήματά τους. Άπειροι αλλά και άνευ πείρας αναγνώστες σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής και σε λέσχες ανάγνωσης έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του και γοητεύονται, συγκινούνται, κλονίζονται. Σαράντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του. Με μόλις πέντε χρόνια συστηματικής εργασίας. Με τέσσερα χρόνια στη φυλακή. Και με τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του άρρωστος, ετοιμο- θάνατος και (βουρκώνω ακόμα στη σκέψη…) με συνείδηση ότι το τέλος πλησίαζε.

Πώς εξηγείται αυτή η ευλογημένη επίδραση, την οποία ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ; Γιατί ο Χάκκας με περίπου 50 διηγήματα και μια χούφτα θεατρικά και ποιήματα είναι αγαπημένος συγγραφέας σπουδαίων συγγραφέων και αναγνωστών που τον θαυμάζουν και τον αγαπούν; Πώς εξηγείται ένα τόσο μικρό “τώρα” να γίνεται τόσο αιώνιο “πάντα” στην ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας; Πώς ένα τόσο μικρό έργο απέκτησε τόσο μεγάλο ειδικό βάρος;

Η απάντηση βρίσκεται, πιστεύω, στο ότι είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς για τη ζωή του. Και ο Χάκκας το έκανε με τέτοια λεπτότητα, δεξιοτεχνία, ευστοχία, ακρίβεια, πρωτοτυπία και ένταση που ελάχιστοι άλλοι κατόρθωσαν στην ελληνική λογοτεχνία. Ο Χάκκας έγραφε, με όλες και με καθεμία λέξη του, για τη ζωή του… αλλά χωρίς γεγονότα, χωρίς να εξιστορεί επεισόδια της μικρής μα αξιοσημείωτης ζήσης του. Μας αποκρύπτει τη φυλακή, την αρρώστια, τις διαψευσμένες προσδοκίες για έναν καλύτερο κόσμο. (Αν τα ξέρουμε τα ξέρουμε από τις βιογραφικές μελέτες γι’ αυτόν.) Διότι αυτό που μοιάζει να τον ενδιαφέρει είναι να μας μεταδώσει, βιωμένα, αληθινά, την εμπειρία, τη στατική κατάσταση, το απόλυτο ακίνητο τώρα του μυαλού και της ψυχής τού άντρα που έχει ζήσει τη φυλάκιση, την αρρώστια, τη διάψευση. Χωρίς ψεύτικες λέξεις. Χωρίς επιτηδεύσεις ή απλοποιήσεις. Χωρίς προβλεψιμότητες και χωρίς άσχετες ανατροπές.

Ο Χάκκας μάς στέλνει μια σκοτεινή, απελπισμέ- νη, πονεμένη και γι’ αυτό εξαιρετικά γοητευτική ανταπόκριση από τη ζώνη του πανικού. Ανταπόκριση η οποία είναι γραμμένη με ψυχραιμία, με συναίσθηση της ευθύνης. Γίνεται, ο Χάκκας, τραγικός μάρτυρας της ίδιας του της ελάττωσης σε φυλακισμένο, σε ασθενή, σε ετοιμοθάνατο. Δίχως να συναισθηματολογήσει αλλά και αποφεύγοντας να υποκριθεί πως τίποτε δεν συμβαίνει. Ο Χάκκας έφτασε σε ένα ψυχικό τοπίο που σχεδόν κανένας από όσους φτάνουν δεν έχουν τα κότσια, την καρδιά, την ψυχραιμία να το περιγράψουν. Μας προσφέρει ένα σπάνιο προνόμιο, της περιγραφής του τοπίου αυτού – και του να συνοδεύουμε σε αυτή την περιγραφή κάποιον που μιλά για τη ζωή με όρους ζωής. Όχι με όρους μυθοπλασίας ή αφήγη- σης. Με τις αναγκαίες λέξεις και τη χρειαζούμενη ένταση. Όχι περισσότερο. Όχι λιγότερο. Όσο είναι αρκετό και απαραίτητο για να μας μιλήσει για τη ζωή.

Και εμείς, σήμερα; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, σήμερα, με τη συγκίνηση που μας χαρίζει κάθε σελίδα του Χάκκα; Με τη γοητευτική αυτή γνώση; Τίποτε. Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτε. Αρκεί που τη βιώνουμε, όταν τον διαβάζουμε. Τα υπόλοιπα, τα σημαντικά, τα ουσιαστικά, θα επιτελεστούν από μόνα τους. Εντός μας. Όπως γίνεται, όχι στη “ζωή” της μυθοπλασίας μα στην πραγματική ζωή.

Βαγγέλης Προβιάς

Πρώτη δημοσίευση, περ. Κλεψύδρα, τεύχ. 11