eikona1andreopoulos

Γεννήθηκα στην Αθήνα ένα βράδυ του Απρίλη του 1971. Οι πρώτες εικόνες του προσωπικού μου μουσείου σχηματίστηκαν στην ιστορική γειτονιά της Κυπριάδου στα Άνω Πατήσια Αθηνών. Μιας γειτονιάς μικρής σε έκταση αλλά απέραντης σε μνήμες, ύφος και μέτρο μιας εποχής που έχει από καιρό λησμονηθεί. Μεγάλωσα και σχηματίστηκα καλλιτεχνικά μέσα στο ακριβό αττικό φως το οποίο, ύστερα από σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια, ακόμα με διδάσκει τη δικαιοσύνη του μέτρου και την ανεκτίμητη αξία της αρμονίας. Το πρώτο καρέ της καλλιτεχνικής μου ζωής με βρίσκει στα πέντε μου χρόνια πεσμένο στο πάτωμα του πατρικού μου σπιτιού επάνω σε χαρτιά και μπογιές να ζωγραφίζω με περίσσιο πάθος και μεγάλη λαχτάρα σχήματα αφηρημένα, γεμάτα χρώμα και φως. Δίπλα μου, η φιγούρα της μητέρας να κοντοστέκεται με ευγένεια και σεβασμό και να μου λέει χαμογελώντας. «Τι όμορφα πράγματα φτιάχνεις πάλι εκεί; Μπράβο σου! Άντε κι από αύριο που ξεκινάς το σχολείο θα φτιάχνεις πια κι εκεί τις όμορφες ζωγραφιές σου». Εικόνες πολύτιμες, βγαλμένες από μια εποχή παραμυθιού. Ήταν παραμονή νηπιαγωγείου…

Στα χρόνια της σχολικής και νεανικής ζωής που ακολούθησαν, μετατράπηκα σε αδηφάγο παρατηρητή του κόσμου και της ζωής. Η μεγάλη μου αγάπη για το σχέδιο και οποιαδήποτε χειροτεχνία φύτεψαν μέσα μου για πάντα την ακόρεστη και απέραντη χαρά της δημιουργίας, ενώ η διαρκής και επίμονη ανησυχία της σκέψης σε συνδυασμό με τη μόνιμη αγωνία της ψυχής για κάτι μακρινό μού κληροδότησαν έναν αγιάτρευτο έρωτα για το ποιητικό και μια γλυκιά μελαγχολία για την ανθρώπινη μοίρα. Μέσα στο διάστημα αυτό, γνώρισα και τους δυο πρώτους μου δασκάλους στα θέματα της Τέχνης. Αρχικά ήταν η Ελένη Δαβιλά. Ζωγράφος και καθηγήτρια τότε των καλλιτεχνικών στο 21ο Γυμνάσιο Αθηνών και πολύ καλή φίλη από ’κεί και πέρα. Άνθρωπος ευαίσθητος, με δημιουργικό νεύρο και παιδικό ενθουσιασμό που μπόρεσε να κοιτάξει μέσα μου με λεπτότητα και σεβασμό για να με καθοδηγήσει στα πρώτα μου βήματα. Ύστερα, στο τέλος της μαθητικής μου ζωής, ήταν ο Ανδρέας Δεβετζής. Ζωγράφος με αξίες και ουσιαστική γνώση της τέχνης του, δάσκαλος δίκαιος που με κατηύθυνε σοβαρά και ευαίσθητα στα χρόνια της προετοιμασίας μου για την Καλών Τεχνών και φυσικά πολύ καλός φίλος κι αυτός από τότε. Ανεκτίμητες οι συμβουλές και των δύο, πολύτιμη και ακριβή η φιλία τους. Τους στέλνω τον σεβασμό μου και την αγάπη μου όπου κι αν βρίσκονται. Μετά, ήρθαν τα χρόνια της ΑΣΚΤ στην οποία κατάφερα να εισαχθώ με τη δεύτερη προσπάθειά μου το 1990. Όλα αυτά τα χρόνια τα θυμάμαι πάντα σαν χρόνια γενναία μιας εποχής αποκαλύψεων και ανακαλύψεων γεμάτης με μεγάλες ανησυχίες, ουσιαστικές αναζητήσεις και πολλή δουλειά. Ήταν μια εποχή, που η γνώση για το ωραίο, το σημαντικό, το σπουδαίο και το πολύτιμο κατείχαν ακόμα μια θέση αρκετά καθαρή κι ανόθευτη μέσα στη συλλογική σκέψη και μνήμη. Σπούδασα στο Α΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής του Δημήτρη Μυταρά, ενός πραγματικά μεγάλου δασκάλου, ο οποίος διέθετε το πολύτιμο χάρισμα να μιλάει καθαρά και δίκαια για την αξία των πλαστικών στοιχείων της Τέχνης και τη σημασία τους, χωρίς να παρασύρει τους σπουδαστές σε άχρηστες και ανούσιες φιλολογίες. Εκεί, συνεργάστηκα φυσικά και με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες και δασκάλους όπως ο Άγγελος Αντωνόπουλος, σημερινός καθηγητής του Α΄ Εργαστηρίου Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ, που πάντοτε τον διέκρινε η μεγάλη ευγένεια και η φιλική του προσέγγιση. Παράλληλα, σπούδασα Χαρακτική στο εργαστήριο του Θανάση Εξαρχόπουλου, ενός ανθρώπου με χαρακτήρα ασκητικό, πηγαίο χιούμορ και θρησκευτική σχεδόν προσήλωση στην τέχνη του. Στο τέταρτο έτος των σπουδών μου, βρέθηκα στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών της Χάγης για σπουδές Ζωγραφικής και Χαρακτικής. Το διάστημα αυτό έμελλε να είναι και η εποχή που καθόρισε βαθιά την καλλιτεχνική μου κληρονομιά, καθώς, μέσω μια μακράς ευρωπαϊκής περιοδείας, ήρθα σε επαφή με τα έργα των μεγάλων δασκάλων τα οποία με δίδαξαν την απεραντοσύνη του ανθρώπινου πνεύματος και το μεγαλείο του υπερβατικού. Κατά τ’ άλλα, όλα σχεδόν τα χρόνια της σπουδαστικής μου ζωής είχα την τύχη να τα ζήσω στο κτίριο του Πολυτεχνείου μέσα στα ιστορικά εργαστήρια της ΑΣΚΤ, σ’ έναν χώρο ιερότητας, απόλυτης μυσταγωγίας και απέραντης μυθολογίας, γεγονός για το οποίο μόνο ευγνώμων μπορώ να αισθάνομαι. Ό,τι φυσικά συμβαίνει πια εδώ και χρόνια, εντός αλλά και εκτός του ιστορικού χώρου, το νιώθω μονίμως σαν ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί μέσα μου. Είναι πολύ μεγάλη ντροπή και αποτυχία της κοινωνίας μας που επέτρεψε, αλλά και υπέθαλψε, τέτοια αποθέωση ασχήμιας.

eikona2andreopoulos

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ξεκίνησε μια μακρά και πλήρης εμπειριών δημιουργική περίοδος που μέσα από μεγάλες ανατροπές και αλλαγές κρατάει ως και σήμερα. Όλα ξεκίνησαν το 1998 με την ανάληψη της θέσης του εικονογράφου στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Ήταν το ξεκίνημα για το μοναδικό και υψηλής ποιότητας λογοτεχνικό ένθετο Βιβλιοθήκη, το οποίο έχοντας την επιμέλεια και τη στήριξη μιας εκλεκτής ομάδας συναδέλφων, με επικεφαλής στο αισθητικό κομμάτι τον αείμνηστο γραφίστα Γιάννη Κορωναίο, έμελλε να γράψει τη δική του μεγάλη ιστορία στον ελληνικό τύπο με την ποιητική του μορφή και τον πνευματικό του πλούτο. Για μένα ήταν ένα μεγάλο σχολείο στο οποίο σπούδασα, αλλά και μπόρεσα να εκφράσω τη ζωγραφική μου καταγωγή. Στα μισά του 2000 ήρθε η στιγμή της διδασκαλίας. Ο ιδρυτής και ιδιοκτήτης την εποχή εκείνη του Κολλεγίου Τέχνης ΑΚΤΟ, Βλάσσης Βέλλιος, μου εμπιστεύτηκε τη θέση του καθηγητή σχεδίου και ζωγραφικής, προσφέροντάς μου τη δυνατότητα να μοιραστώ τη χαρά της Τέχνης και της δημιουργίας με άξιους συναδέλφους και ταλαντούχα νέα παιδιά. Ήταν ένα ακόμα μεγάλο σχολείο, μέσα στο οποίο, εκτός του ότι δίδαξα, μαθήτεψα κι εγώ έχοντας μάλιστα την ευκαιρία, κατά το διάστημα αυτό, να αποκτήσω καλούς και πιστούς φίλους. Όλα αυτά τα χρόνια φυσικά περιελάμβαναν συμμετοχές σε εκθέσεις ατομικές και ομαδικές με ξεχωριστή τη συμμετοχή μου στην ελληνική αποστολή στην έκθεση των ανεξαρτήτων στο Grand Palais στο Παρίσι το 2011. Στο διάστημα αυτό, μπόρεσα να αφιερωθώ και στο άλλο μεγάλο νεανικό μου πάθος, τη φωτογραφία, την οποία επίσης δίδαξα τα τελευταία χρόνια στο Πρόγραμμα Επιμόρφωσης Ενηλίκων στο Κολλέγιο Αθηνών – Ψυχικού. Σήμερα, μετά από τις τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που έφερε μαζί της η κρίση, αλλά και λόγω προσωπικών επιλογών και αποφάσεων, η ζωή με βρίσκει πια εκτός Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα στη Μόσχα. Μια πόλη, που στα μάτια μου φαντάζει μυθική, απέραντα γοητευτική και μ’ έναν μοναδικό τρόπο συγκινητικά ανθρώπινη μέσα στην απεραντοσύνη της και την επιβλητική της κλίμακα. Εδώ λοιπόν, με καθετί να απαιτεί πλέον νέους βηματισμούς και προσεγγίσεις, επιλέγω να κρατάω την ψυχή μου ανοιχτή στα καλέσματα ενός κόσμου που μέσα από τη μεγάλη και σπουδαία του ιστορία είναι πάντα έτοιμος να σου αποκαλυφθεί αρκεί να θες να τον ανακαλύψεις. Όσον αφορά στα καλλιτεχνικά, πρόσφατα ολοκλήρωσα με επιτυχία την πρώτη μου ατομική έκθεση εδώ, η οποία ουσιαστικά αποτέλεσε και την επίσημη γνωριμία μου με το μοσχοβίτικο κοινό, ενώ, στο επαγγελματικό κομμάτι, έχω ξεκινήσει τη συνεργασία μου με το Βρετανικό Κολλέγιο Τέχνης της Μόσχας, καθώς και μια σειρά διαλέξεων για την Καλλιτεχνική Φωτογραφία.

Αυτό που καταρχήν πιστεύω ότι χαρακτηρίζει τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία είναι η απουσία της ιερότητας και της συγκίνησης. Μιλώντας φυσικά για ιερότητα, δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε κάτι το θρησκευτικό, αλλά, με μια ευρύτερη έννοια, στην ανώτερη και υπερβατική δημιουργία του ανθρώπινου πνεύματος. Εδώ και αρκετά χρόνια, ζώντας με απόλυτους όρους στην εποχή των εικόνων που χωρίς ουσιαστικό αισθητικό και ηθικό κριτήριο κατακλύζουν καθημερινά τη ζωή μας, έχουμε συχνά την αίσθηση μιας τέχνης διακοσμητικής και ενός καλλιτεχνικού lifestyle προσανατολισμένoυ κυρίως στο εφήμερο και το εντυπωσιακό, μακριά από τη συγκίνηση και την ποιητική διάσταση της ζωής. Εδώ φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις δραματικές ιστορικές και κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δύο περίπου αιώνων. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Νίτσε δήλωσε πως ο Θεός πέθανε κι αμέσως μετά ήρθε ο 20ός αιώνας που, μέσα από δύο φρικτούς πολέμους, μας διακήρυξε ότι πέθανε κι ο άνθρωπος. Ο κόσμος δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος και φυσικά ήταν αδύνατον να μείνει η Τέχνη ανεπηρέαστη. Ο ιδιοφυής Picasso είχε ήδη προεικάσει την αποδόμηση του ανθρώπου με τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, ενώ ο μεγάλος Ρώσος ζωγράφος και πρωτοπόρος της μοντέρνας τέχνης Wassily Kandinsky διακήρυττε πως «Όσο πιο τρομαχτικός γίνεται ο κόσμος… τόσο η Τέχνη γίνεται αφηρημένη». Διατρέχοντας έτσι μια μεγάλη ιστορική περίοδο που ξεκίνησε με τον μοντερνισμό και συνεχίστηκε μέσα από συγκλονιστικές κοινωνικοπολιτικές και αξιακές αλλαγές που καθρεφτίστηκαν και στην Τέχνη, φτάσαμε στην εποχή που η λατρεία του σχετικού έγινε η νέα μας θρησκεία. Βρεθήκαμε στο σημείο που όλα πλέον είναι επιτρεπτά, που όλα μπορούν να σημαίνουν κάτι, που όλα μπορούν να διεκδικούν τον τίτλο του σπουδαίου και του σημαντικού, που όλα εξισώνονται με μεγάλη ευκολία. Έτσι όμως, δίχως ουσιαστικές αναφορές μέτρου και αξίας, και υπακούοντας ταυτόχρονα σε μια ιδιόμορφη ‘‘δημοκρατία’’ της έκφρασης που συχνά εκφράζεται με θράσος και χαμηλό επίπεδο, δημιουργήσαμε τη νέα Ακαδημία του μικρού και του εφήμερου σχηματίζοντας έναν κόσμο χωρίς μαγεία και μυθολογία. Το ποιητικό αντικαταστάθηκε από το μικρό και προσωρινό και η συγκίνηση από την ανία. Η ψυχή και το ανθρώπινο πνεύμα, βέβαια, χρειάζονται αναφορές αξίας και στόχους υψηλούς για να ευδοκιμήσουν δημιουργικά. Χρειάζονται έναν ανώτερο σκοπό και ένα υψηλό όραμα για να υπηρετήσουν και φυσικά χρειάζονται την παραμυθία της μυθολογίας. Η Τέχνη δεν είναι διασκέδαση, ούτε μόδα και πολύ περισσότερο δεν είναι ένα απαστράπτον lifestyle γεμάτο άσχετες φιλολογίες και σλόγκαν να το περιτριγυρίζουν και να το υποστηρίζουν. Η Τέχνη αποτελεί ύψιστο πνευματικό επίτευγμα του ανθρώπου, εκπορεύεται από βαθύτατη υπαρξιακή ανάγκη και αγωνία απαιτώντας μεγάλο μόχθο και κατάθεση ψυχής. Στο σημείο αυτό, πιστεύω πως θα άξιζε να σταθούμε για λίγο και στη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τον θάνατο η οποία ουσιαστικά καθορίζει και τη σχέση του με τη ζωή. Σε παλαιότερες εποχές υπήρχε μια πιο ξεκάθαρη αίσθηση της διάστασής του, καθώς ο θάνατος ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας είτε με βίαιο είτε με φυσιολογικό τρόπο. Αντίθετα σήμερα, έχει ενταχθεί και αυτός μέσα στο ιδιόμορφο lifestyle του θεάματος, το οποίο ορίζεται κυρίως από το πλαστό σύμπαν των τηλεοπτικώνμέσων και των κοινωνικών δικτύων. Φαντάζει πλέον απόλυτα φυσικό, την ώρα που τρώμε να περνάει μπροστά από τα μάτια μας η εικόνα του ακρωτηριασμένου παιδιού, αμέσως μετά να ακολουθεί η κοσμική είδηση, ενώ κάπου μέσα σε όλα αυτά εντάσσεται και μια γαστρονομική ανάρτηση. Αυτό, φυσικά, αν και δηλώνει τη σημερινή πραγματικότητα δεν παύει να είναι μια πραγματικότητα που περιέχει κάτι φριχτό, άηθες και φθηνό και δηλώνει μια αξιακή χρεοκοπία. Φθηναίνει ο θάνατος, φθηναίνει και η ζωή και κατ’ επέκταση φθηναίνει και η Τέχνη. Αυτό το δίπολο της ζωής και του θανάτου είναι που ορίζει τον κόσμο ανά τους αιώνες, και πάντα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους η ανθρωπότητα, αυτό το παίγνιον της μοίρας, όπως μας λέει κι ο μεγάλος Καβάφης, να λαχταράει μια στάλα αθανασίας, μια στιγμή αιωνιότητας, με τον έρωτα και την Τέχνη. Συχνά λέγεται πως όλα έχουν ειπωθεί, πως όλα έχουν γίνει. Ναι, είναι αλήθεια πως όλα τα σημαντικά αυτού του κόσμου είναι πανάρχαια, έχουνε γίνει και έχουν ειπωθεί. Και τι με αυτό όμως; Μήπως ο άνθρωπος δεν συνεχίζει να ερωτεύεται, να πονάει, να αγαπιέται και να αγαπάει χιλιάδες χρόνια τώρα; Όλα κινούνται αέναα μέσα σ’ έναν κύκλο, αλλάζοντας απλώς μάσκες και κουστούμια. Δεν χρειάζεται να κρεμαστούμε ανάποδα, ούτε να σταθούμε γυμνοί μπροστά στο πλήθος, ούτε να πιτσιλήσουμε με αίμα τον καμβά για να πρωτοτυπήσουμε και να είμαστε σημερινοί. Αρκεί να δούμε τις αλήθειες τού χθες με τα μάτια τού σήμερα χωρίς να τις εξαφανίσουμε. Αυτή ίσως να είναι και η πραγματική πρωτοτυπία που μας καθιστά πραγματικά σημερινούς και σύγχρονους. Οι μεγάλοι πολιτισμοί της Ιστορίας αλλά και όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δεν δημιούργησαν για το εφήμερο και το προσωρινό. Δημιούργησαν για τους θεούς, για τη μυθολογία, για τον έρωτα και τον θάνατο πάντοτε με όρους αιωνιότητας. Η μεγάλη Τέχνη συγκλονίζει την ψυχή και φέρνει δάκρυα στα μάτια. Η μεγάλη ποίηση μας αλλάζει τη ζωή. Ίσως ακόμα να μην έχουμε δει τον νέο άνθρωπο. Ίσως να ζούμε την εποχή του μεταβατικού και ουδέτερου ανθρώπου που τώρα σχηματίζει το πραγματικά καινούριο. Μόνο ο χρόνος θα μας απαντήσει πειστικά…

eikona3andreopoulos

Ποια είναι τα σχέδιά μου; Κοιτάξτε, σίγουρα όλα όσα καινούρια και σημαντικά έχουν ξεκινήσει εδώ πιστεύω με την πολλή δουλειά και την προσπάθεια να συνεχιστούν, δεν έχω όμως ακριβώς σχέδια παρά μόνο ελάχιστες επιθυμίες. Πρώτα απ’ όλα να μπορώ να διατηρώ την ψυχή μου ζωντανή και δημιουργική μπροστά στο μυστήριο της ζωής. Πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου…όπως μας λέει και ο μεγάλος μας Σολωμός. Δίχως δημιουργική πνοή, δίχως παλμό έμπνευσης, κάθε σχέδιο είναι κενό νοήματος. Άλλωστε η ζωή είναι ένα ορμητικό ποτάμι που μεταβάλλει συνεχώς τα πάντα, συνήθως χωρίς καν να μας ρωτήσει. Να μοιράζομαι φυσικά τις σκέψεις μου και ένα ποτηράκι κρασί μαζί με τους αγαπημένους μου ανθρώπους και τους καλούς μου φίλους, μα, πάνω απ’ όλα, να βλέπω το μεγαλύτερο έργο της ζωής μου, τις δυο αγαπημένες μου κόρες, να μεγαλώνουν, να διευρύνονται και να ομορφαίνουν εντός τους.

Βαγγέλης Ανδρεόπολους

Πρώτη δημοσίευση, περ. Κλεψύδρα, τεύχ. 14